- πυκνόφυλλος
- η , ο [ος , ον ] имеющий густые листья, густолиственный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πυκνόφυλλος — η, ο / πυκνόφυλλος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πολλά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + φύλλον] … Dictionary of Greek
πυκνόφυλλος — η, ο αυτός που έχει πυκνά φύλλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυκνοφυλλότερα — πυκνόφυλλος with thick foliage neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνοφυλλότεροι — πυκνόφυλλος with thick foliage masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνοφυλλοτέρα — πυκνοφυλλοτέρᾱ , πυκνόφυλλος with thick foliage fem nom/voc/acc comp dual πυκνοφυλλοτέρᾱ , πυκνόφυλλος with thick foliage fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακριτόφυλλος — ἀκριτόφυλλος, ον (Α) αυτός που έχει αναρίθμητα φύλλα, ο πυκνόφυλλος «ἀκριτόφυλλον ὄρος» (Όμ. Β. 868). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + φυλλος < φύλλον] … Dictionary of Greek
δασύς — εία, ύ και δασός, ιά, ό (AM δασύς, εῑα, ύ) 1. 1. τριχωτός, μαλλιαρός 2. πυκνός 3. (για φυτά) πυκνόφυλλος, φουντωτός 4. (για τόπους) θαμνώδης, με πυκνή βλάστηση 5. (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ πνεύμα, με… … Dictionary of Greek
δασύφυλλος — η, ο (Μ δασύφυλλος, ον) ο πυκνόφυλλος … Dictionary of Greek
δεντρολίβανο — Φυτό της οικογένειας των χειλανθών, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ροσμαρίνος ο φαρμακευτικός. Είναι αειθαλής, φρυγανώδης θάμνος, πολύκλαδος και πυκνόφυλλος, με μικρά, γραμμοειδή φύλλα και περιτυλιγμένα χείλη, πράσινα στην πάνω πλευρά και… … Dictionary of Greek
κατάκομος — κατάκομος, ον (AM) 1. αυτός που έχει μακριά και πυκνά μαλλιά («ὑπὸ κόρυθ ἁπαλότριχα κατάκομον θάλλει», Ευρ.) 2. (για δέντρα) πυκνόφυλλος, δασύφυλλος («κατάκομοι ὗλαι καὶ κατάσκιοι», Συνέσ.) μσν. πλούσιος, άφθονος («ἀνὴρ συνέσει πολλῇ τὸν λογισμὸν … Dictionary of Greek
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek